θεμελιακῶν

θεμελιακῶν
θεμελιακός
of
fem gen pl
θεμελιακός
of
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • τραπεζικός — ή, ό, το θηλ. ως ουσ. και τραπεζικός, η, Ν 1. (για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τράπεζα ή στη λειτουργία ενός τέτοιου πιστωτικού ιδρύματος (α. «τραπεζικός υπάλληλος» ο υπάλληλος που εργάζεται σε τράπεζα β. «τραπεζικό… …   Dictionary of Greek

  • Λίφσιτς, Γεβγκένι Μιχαήλοβιτς — (Yevgeny Mihailovich Lifshitz, Χάρκοβο 1915 – Μόσχα 1985). Ρώσος φυσικός. Σπούδασε στο πολυτεχνείο του Χάρκοβο και μετά εργάστηκε στο Φυσικοτεχνικό Ινστιτούτο της ίδιας πόλης (1933 38). Πραγματοποίησε πολλές μελέτες σχετικά με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”